- νάγια
- η зоол, очковая змея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νάγια — (naia). Γένος ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των Ελαπιδών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη naia haie, γνωστό με την ονομασία ασπίδα της Κλεοπάτρας και naia naia πιο γνωστό με την ονομασία κόμπρα. Η νάγια η χάγια (naia haie) λέγεται και… … Dictionary of Greek
ελαπίδες — οι οικογένεια πολύ δηλητηριωδών φιδιών τών τροπικών χωρών και ιδιαίτερα τής Αυστραλίας (αντιπρόσωποί τους η νάγια και ο έλαψ) … Dictionary of Greek
κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… … Dictionary of Greek
Άπις — I Ιερός ταύρος των Αιγυπτίων. Τον λάτρευαν ως ενσάρκωση του Όσιρη και του γιου του Ώρου, αλλά και ως γιο του θεού Φθα. Η λατρεία του είναι βεβαιωμένη από τα πανάρχαια χρόνια έως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εικονίζεται με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Μαχαγιάνα — (Mahayana). Ένας από τους δύο σημαντικότερους κλάδους του βουδισμού (Mahayana στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλο όχημα). Σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε τον 4o αι. π.Χ. προς ανάπτυξη και διεύρυνση των εννοιών και δοξασιών του άλλου βουδιστικού… … Dictionary of Greek
κόμπρα — η (λ. πορτογαλ.), ονομασία του φιδιού ασπίδα ή νάγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)